- σαχλαμάρας
- [сахламарас] ουσ α глупый, пустой человек.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
σαχλαμάρας — ο, Ν [σαχλαμάρα] άτομο που λέει ή κάνει σαχλαμάρες, σαχλός … Dictionary of Greek
φλύαρος — (I) η, ο / φλύαρος, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που λέει φλυαρίες, πολυλογάς, σαχλαμάρας μσν. αρχ. ευήθης, ανόητος, χαζός αρχ. 1. (για λόγους, σκέψεις, εκδηλώσεις) ανόητος. επίρρ... φλύαρα / φλυάρως, ΝΜΑ με φλύαρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουσ. φλύαρος ως … Dictionary of Greek
σάχλας — ο, Ν [σάχλα] σαχλαμάρας … Dictionary of Greek
σάχλας — σάχλας, ο και σαχλαμάρας, ο αυτός που κάνει ή λέει σαχλαμάρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)